- εσωκλείστως
- επίρρ. при сём прилагая, со вложением
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εσώκλειστος — η, ο 1. αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε κάτι, κυρίως σε φάκελο επιστολής («εσώκλειστος λογαριασμός»). επίρρ... εσωκλείστως και α μέσα σε κάτι, ιδίως σε φάκελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσω κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής… … Dictionary of Greek